Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκήεις
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
ἑλκυστάζω
ἑλκυστέος
View word page
ἑλκτέον
one must drag

ShortDef

one must drag

Debugging

Headword:
ἑλκτέον
Headword (normalized):
ἑλκτέον
Headword (normalized/stripped):
ελκτεον
IDX:
28663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28664
Key:

Data

{'content': 'one must drag'}