Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκήεις
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
ἕλκυσμα
ἑλκυσμός
View word page
ἕλκος
a wound
ShortDef
a wound
Debugging
Headword:
ἕλκος
Headword (normalized):
ἕλκος
Headword (normalized/stripped):
ελκος
IDX:
28661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28662
Key:
Data
{'content': 'a wound'}