Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλκετρίβων
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκήεις
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
ἑλκτός
ἑλκύδριον
ἑλκύσιμος
ἕλκυσις
View word page
ἑλκοποιέω
to make wounds
ShortDef
to make wounds
Debugging
Headword:
ἑλκοποιέω
Headword (normalized):
ἑλκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ελκοποιεω
IDX:
28659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28660
Key:
Data
{'content': 'to make wounds'}