Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλκαίνω
ἕλκανον
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκετρίβων
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκήεις
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
ἑλκησίσταχυς
ἑλκητήρ
ἑλκοποιέω
ἑλκοποιός
ἕλκος
ἑλκόω
ἑλκτέον
ἑλκτέος
ἑλκτικός
View word page
ἕλκηθρον
stock of the plough

ShortDef

stock of the plough

Debugging

Headword:
ἕλκηθρον
Headword (normalized):
ἕλκηθρον
Headword (normalized/stripped):
ελκηθρον
IDX:
28655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28656
Key:

Data

{'content': 'stock of the plough'}