Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕλιξ
ἕλιξ2
ἕλιξις
ἑλιξόκερως
ἑλιξόπορος
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἐλιχώνη
ἑλκαίνω
ἕλκανον
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκετρίβων
ἑλκεχίτων
ἑλκέω
ἑλκηδόν
ἑλκήεις
ἑλκηθμός
ἕλκηθρον
ἕλκημα
View word page
ἕλκανον
wound
ShortDef
wound
Debugging
Headword:
ἕλκανον
Headword (normalized):
ἕλκανον
Headword (normalized/stripped):
ελκανον
IDX:
28646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28647
Key:
Data
{'content': 'wound'}