Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλικωτός
ἑλίκωψ
ἕλινος
ἑλινότροπος
ἑλινοφόρος
ἐλινύες
ἐλινύω
ἕλιξ
ἕλιξ2
ἕλιξις
ἑλιξόκερως
ἑλιξόπορος
ἑλίσσω
ἑλίτροχος
ἑλίχρυσος
ἐλιχώνη
ἑλκαίνω
ἕλκανον
ἑλκεσίπεπλος
ἑλκεσίχειρος
ἑλκετρίβων
View word page
ἑλιξόκερως
with crumpled horns

ShortDef

with crumpled horns

Debugging

Headword:
ἑλιξόκερως
Headword (normalized):
ἑλιξόκερως
Headword (normalized/stripped):
ελιξοκερως
IDX:
28639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28640
Key:

Data

{'content': 'with crumpled horns'}