Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτικός
ἑλικτός
Ἑλικών
ἑλίκων
Ἑλικωνιάς
Ἑλικώνιος
Ἑλικωνίς
ἑλικωτός
ἑλίκωψ
ἕλινος
ἑλινότροπος
ἑλινοφόρος
ἐλινύες
ἐλινύω
ἕλιξ
ἕλιξ2
ἕλιξις
ἑλιξόκερως
ἑλιξόπορος
View word page
ἑλίκωψ
with rolling eyes, quick-glancing

ShortDef

with rolling eyes, quick-glancing

Debugging

Headword:
ἑλίκωψ
Headword (normalized):
ἑλίκωψ
Headword (normalized/stripped):
ελικωψ
IDX:
28630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28631
Key:

Data

{'content': 'with rolling eyes, quick-glancing'}