Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτικός
ἑλικτός
Ἑλικών
ἑλίκων
Ἑλικωνιάς
Ἑλικώνιος
Ἑλικωνίς
ἑλικωτός
ἑλίκωψ
ἕλινος
ἑλινότροπος
View word page
ἑλικτικός
coiled
ShortDef
coiled
Debugging
Headword:
ἑλικτικός
Headword (normalized):
ἑλικτικός
Headword (normalized/stripped):
ελικτικος
IDX:
28622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28623
Key:
Data
{'content': 'coiled'}