Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτικός
ἑλικτός
Ἑλικών
ἑλίκων
Ἑλικωνιάς
Ἑλικώνιος
View word page
ἑλικοπέταλος
with twining leaves

ShortDef

with twining leaves

Debugging

Headword:
ἑλικοπέταλος
Headword (normalized):
ἑλικοπέταλος
Headword (normalized/stripped):
ελικοπεταλος
IDX:
28617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28618
Key:

Data

{'content': 'with twining leaves'}