Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτικός
View word page
ἑλικοβόστρυχος
with curling hair

ShortDef

with curling hair

Debugging

Headword:
ἑλικοβόστρυχος
Headword (normalized):
ἑλικοβόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
ελικοβοστρυχος
IDX:
28612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28613
Key:

Data

{'content': 'with curling hair'}