Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
View word page
ἑλικοβλέφαρος
with ever-moving eyelids, quick-glancing

ShortDef

with ever-moving eyelids, quick-glancing

Debugging

Headword:
ἑλικοβλέφαρος
Headword (normalized):
ἑλικοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
ελικοβλεφαρος
IDX:
28611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28612
Key:

Data

{'content': 'with ever-moving eyelids, quick-glancing'}