Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
View word page
ἑλικάμπυξ
wreathed with a circlet

ShortDef

wreathed with a circlet

Debugging

Headword:
ἑλικάμπυξ
Headword (normalized):
ἑλικάμπυξ
Headword (normalized/stripped):
ελικαμπυξ
IDX:
28604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28605
Key:

Data

{'content': 'wreathed with a circlet'}