Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
View word page
ἑλιγμός
a winding, convolution

ShortDef

a winding, convolution

Debugging

Headword:
ἑλιγμός
Headword (normalized):
ἑλιγμός
Headword (normalized/stripped):
ελιγμος
IDX:
28603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28604
Key:

Data

{'content': 'a winding, convolution'}