Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
View word page
ἑλιγματώδης
twisted
ShortDef
twisted
Debugging
Headword:
ἑλιγματώδης
Headword (normalized):
ἑλιγματώδης
Headword (normalized/stripped):
ελιγματωδης
IDX:
28602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28603
Key:
Data
{'content': 'twisted'}