Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
Ἑλίκη
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
View word page
ἕλιγμα
a curl, lock
ShortDef
a curl, lock
Debugging
Headword:
ἕλιγμα
Headword (normalized):
ἕλιγμα
Headword (normalized/stripped):
ελιγμα
IDX:
28601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28602
Key:
Data
{'content': 'a curl, lock'}