Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
ἕλιγμα
ἑλιγματώδης
ἑλιγμός
ἑλικάμπυξ
View word page
ἔλεφας
ivory
ShortDef
ivory
Debugging
Headword:
ἔλεφας
Headword (normalized):
ἔλεφας
Headword (normalized/stripped):
ελεφας
IDX:
28594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28595
Key:
Data
{'content': 'ivory'}