Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
ἐληγός
ἑλίγδην
View word page
ἐλεφαντώδης
like an elephant

ShortDef

like an elephant

Debugging

Headword:
ἐλεφαντώδης
Headword (normalized):
ἐλεφαντώδης
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντωδης
IDX:
28590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28591
Key:

Data

{'content': 'like an elephant'}