Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
ἐλεφιτίς
ἐλέχει
ἐλέωτρις
View word page
ἐλεφαντόχρως
ivory-coloured

ShortDef

ivory-coloured

Debugging

Headword:
ἐλεφαντόχρως
Headword (normalized):
ἐλεφαντόχρως
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντοχρως
IDX:
28588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28589
Key:

Data

{'content': 'ivory-coloured'}