Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
ἔλεφας
Ἐλεφήνωρ
View word page
ἐλεφαντουργός
working in ivory

ShortDef

working in ivory

Debugging

Headword:
ἐλεφαντουργός
Headword (normalized):
ἐλεφαντουργός
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντουργος
IDX:
28585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28586
Key:

Data

{'content': 'working in ivory'}