Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
View word page
ἐλεφαντουργία
ivory-working

ShortDef

ivory-working

Debugging

Headword:
ἐλεφαντουργία
Headword (normalized):
ἐλεφαντουργία
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντουργια
IDX:
28583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28584
Key:

Data

{'content': 'ivory-working'}