Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
View word page
ἐλεφαντόπους
ivory-footed
ShortDef
ivory-footed
Debugging
Headword:
ἐλεφαντόπους
Headword (normalized):
ἐλεφαντόπους
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντοπους
IDX:
28581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28582
Key:
Data
{'content': 'ivory-footed'}