Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
View word page
ἐλεφαντόνωτος
ivory-backed
ShortDef
ivory-backed
Debugging
Headword:
ἐλεφαντόνωτος
Headword (normalized):
ἐλεφαντόνωτος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντονωτος
IDX:
28579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28580
Key:
Data
{'content': 'ivory-backed'}