Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιάω
Ἐλεφαντίνη
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντοφάγος
View word page
ἐλεφαντόκωπος
ivory-hilted
ShortDef
ivory-hilted
Debugging
Headword:
ἐλεφαντόκωπος
Headword (normalized):
ἐλεφαντόκωπος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντοκωπος
IDX:
28576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28577
Key:
Data
{'content': 'ivory-hilted'}