Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφανταρχία
ἐλεφάντειος
ἐλεφαντεύς
ἐλεφαντηγός
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιάω
Ἐλεφαντίνη
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
View word page
ἐλεφαντόβοτος
feeding elephants

ShortDef

feeding elephants

Debugging

Headword:
ἐλεφαντόβοτος
Headword (normalized):
ἐλεφαντόβοτος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντοβοτος
IDX:
28572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28573
Key:

Data

{'content': 'feeding elephants'}