Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλεφαίρομαι
ἐλεφανταγωγός
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφανταρχία
ἐλεφάντειος
ἐλεφαντεύς
ἐλεφαντηγός
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιάω
Ἐλεφαντίνη
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
View word page
ἐλεφάντινος
of ivory, ivory

ShortDef

of ivory, ivory

Debugging

Headword:
ἐλεφάντινος
Headword (normalized):
ἐλεφάντινος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντινος
IDX:
28569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28570
Key:

Data

{'content': 'of ivory, ivory'}