Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκμά
ἀκμάδιον
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμαστικός
ἀκμή
ἀκμήν
ἄκμηνος
ἀκμηνός
ἀκμής
ἀκμητεί
ἄκμητος
ἀκμοθέτης
ἀκμόθετον
ἄκμων
ἀκναμπτεί
ἄκνημος
ἄκνησμος
ἄκνηστις
ἄκνισος
ἀκνίσωτος
View word page
ἀκμητεί
without toil, easily

ShortDef

without toil, easily

Debugging

Headword:
ἀκμητεί
Headword (normalized):
ἀκμητεί
Headword (normalized/stripped):
ακμητει
IDX:
2856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2857
Key:

Data

{'content': 'without toil, easily'}