Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐλευσίς
ἐλευστέον
ἐλεφαίρομαι
ἐλεφανταγωγός
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφανταρχία
ἐλεφάντειος
ἐλεφαντεύς
ἐλεφαντηγός
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιάω
Ἐλεφαντίνη
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
View word page
ἐλεφαντιάω
suffer from elephantiasis
ShortDef
suffer from elephantiasis
Debugging
Headword:
ἐλεφαντιάω
Headword (normalized):
ἐλεφαντιάω
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντιαω
IDX:
28567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28568
Key:
Data
{'content': 'suffer from elephantiasis'}