Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐλευσίνιος
Ἐλευσινόθε
Ἐλευσινόθεν
ἔλευσις
Ἐλευσίς
ἐλευστέον
ἐλεφαίρομαι
ἐλεφανταγωγός
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφανταρχία
ἐλεφάντειος
ἐλεφαντεύς
ἐλεφαντηγός
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιάω
Ἐλεφαντίνη
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
View word page
ἐλεφάντειος
of an elephant
ShortDef
of an elephant
Debugging
Headword:
ἐλεφάντειος
Headword (normalized):
ἐλεφάντειος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντειος
IDX:
28563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28564
Key:
Data
{'content': 'of an elephant'}