Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκλυδώνιστος
ἄκλυστος
ἄκλυτος
ἄκλων
ἄκλωστος
ἀκμά
ἀκμάδιον
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμαστικός
ἀκμή
ἀκμήν
ἄκμηνος
ἀκμηνός
ἀκμής
ἀκμητεί
ἄκμητος
ἀκμοθέτης
ἀκμόθετον
ἄκμων
ἀκναμπτεί
View word page
ἀκμή
a point, edge

ShortDef

a point, edge

Debugging

Headword:
ἀκμή
Headword (normalized):
ἀκμή
Headword (normalized/stripped):
ακμη
IDX:
2851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2852
Key:

Data

{'content': 'a point, edge'}