Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλελίχθημα
ἐλελίχθων
ἑλέναυς
Ἑλένη
ἑλένη
Ἑλένια
ἑλένιον
Ἕλενος
Ἑλενοφόντης
ἐλεοδύτης
ἐλεόθρεπτος
ἑλεόθρεπτος
ἐλεόν
ἐλεός
ἔλεος
ἑλέπολις
ἑλεσπίς
ἑλετός
ἐλευθέρια
ἐλευθερία
ἐλευθεριάζω
View word page
ἐλεόθρεπτος
growing in marshes

ShortDef

growing in marshes

Debugging

Headword:
ἐλεόθρεπτος
Headword (normalized):
ἐλεόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ελεοθρεπτος
IDX:
28517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28518
Key:

Data

{'content': 'growing in marshes'}