Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑλειότροφος
ἑλείτης
ἐλελεῦ
ἐλελίζω
ἐλελίζω2
ἐλελισφακίτης
ἐλελίσφακος
ἐλελίχθημα
ἐλελίχθων
ἑλέναυς
Ἑλένη
ἑλένη
Ἑλένια
ἑλένιον
Ἕλενος
Ἑλενοφόντης
ἐλεοδύτης
ἐλεόθρεπτος
ἑλεόθρεπτος
ἐλεόν
ἐλεός
View word page
Ἑλένη
Helen
ShortDef
Helen
torch
Debugging
Headword:
Ἑλένη
Headword (normalized):
ἑλένη
Headword (normalized/stripped):
ελενη
IDX:
28510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28511
Key:
Data
{'content': 'Helen'}