Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκλοπος
ἀκλυδώνιστος
ἄκλυστος
ἄκλυτος
ἄκλων
ἄκλωστος
ἀκμά
ἀκμάδιον
ἀκμάζω
ἀκμαῖος
ἀκμαστικός
ἀκμή
ἀκμήν
ἄκμηνος
ἀκμηνός
ἀκμής
ἀκμητεί
ἄκμητος
ἀκμοθέτης
ἀκμόθετον
ἄκμων
View word page
ἀκμαστικός
in their prime

ShortDef

in their prime

Debugging

Headword:
ἀκμαστικός
Headword (normalized):
ἀκμαστικός
Headword (normalized/stripped):
ακμαστικος
IDX:
2850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2851
Key:

Data

{'content': 'in their prime'}