Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔλεγχος2
ἐλέγχω
ἑλεδώνη
ἐλεεινολογέομαι
ἐλεεινολογία
ἐλεεινός
ἐλεέω
ἐλεημοποιός
ἐλεημοσύνη
ἐλεήμων
ἐλεητικός
ἐλεητός
ἐλεητύς
ἑλειήτης
ἑλειοβάτης
ἑλειογενής
ἑλειοδίακτος
ἑλειομαλάχη
ἑλειονόμος
ἑλειός
ἕλειος
View word page
ἐλεητικός
merciful, compassionate

ShortDef

merciful, compassionate

Debugging

Headword:
ἐλεητικός
Headword (normalized):
ἐλεητικός
Headword (normalized/stripped):
ελεητικος
IDX:
28488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28489
Key:

Data

{'content': 'merciful, compassionate'}