Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλαφοειδής
ἐλαφόκρανος
ἐλαφοκτόνος
ἐλαφόπους
ἔλαφος
ἐλαφόσκορδον
ἐλαφοσσοία
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφόστικτος
ἐλαφρία
ἐλαφρίζω
ἐλαφρόγειος
ἐλαφρόνοος
ἐλαφρός
ἐλαφρότης
ἐλαφροτοκία
ἐλαφρύνω
ἐλαχιστάκις
ἐλαχιστιαῖος
ἐλάχιστος
ἐλαχιστότης
View word page
ἐλαφρίζω
make light
ShortDef
make light
Debugging
Headword:
ἐλαφρίζω
Headword (normalized):
ἐλαφρίζω
Headword (normalized/stripped):
ελαφριζω
IDX:
28436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28437
Key:
Data
{'content': 'make light'}