Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐλαφηβόλια
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφίνης
ἐλαφίς
ἐλαφόβοσκον
ἐλαφοειδής
ἐλαφόκρανος
ἐλαφοκτόνος
ἐλαφόπους
ἔλαφος
ἐλαφόσκορδον
ἐλαφοσσοία
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφόστικτος
ἐλαφρία
ἐλαφρίζω
ἐλαφρόγειος
ἐλαφρόνοος
ἐλαφρός
ἐλαφρότης
View word page
ἔλαφος
a deer
ShortDef
a deer
Debugging
Headword:
ἔλαφος
Headword (normalized):
ἔλαφος
Headword (normalized/stripped):
ελαφος
IDX:
28430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28431
Key:
Data
{'content': 'a deer'}