Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλατρεύς
ἔλατρον
ἐλαττονάκις
ἐλαττονέω
ἐλαττονότης
ἐλαττονόω
ἐλάττωμα
ἐλάττωσις
ἐλαττωτικός
ἐλαύνω
ἐλάφειος
ἐλαφῆ
ἐλαφηβολία
Ἐλαφηβόλια
Ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφίνης
ἐλαφίς
ἐλαφόβοσκον
ἐλαφοειδής
ἐλαφόκρανος
View word page
ἐλάφειος
of a stag

ShortDef

of a stag

Debugging

Headword:
ἐλάφειος
Headword (normalized):
ἐλάφειος
Headword (normalized/stripped):
ελαφειος
IDX:
28417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28418
Key:

Data

{'content': 'of a stag'}