Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
ἐλαιουργία
ἐλαιούργιον
ἐλαιουργός
Ἐλαιοῦσσα
ἐλαιοφανής
ἐλαιοφιλοφάγος
ἐλαιοφόρος
ἐλαιοφυής
ἐλαιόφυλλον
ἐλαιοφυτεία
ἐλαιόφυτος
ἐλαιοχρίστης
ἐλαιοχριστία
ἐλαιόχροος
ἐλαιοχυτέω
ἐλαιοχύτης
ἐλαιοχύτησις
View word page
ἐλαιοφόρος
olive-bearing

ShortDef

olive-bearing

Debugging

Headword:
ἐλαιοφόρος
Headword (normalized):
ἐλαιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοφορος
IDX:
28346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28347
Key:

Data

{'content': 'olive-bearing'}