Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
ἐλαιουργία
ἐλαιούργιον
ἐλαιουργός
Ἐλαιοῦσσα
ἐλαιοφανής
ἐλαιοφιλοφάγος
ἐλαιοφόρος
ἐλαιοφυής
ἐλαιόφυλλον
ἐλαιοφυτεία
ἐλαιόφυτος
ἐλαιοχρίστης
ἐλαιοχριστία
ἐλαιόχροος
ἐλαιοχυτέω
ἐλαιοχύτης
View word page
ἐλαιοφιλοφάγος
fond of eating olives

ShortDef

fond of eating olives

Debugging

Headword:
ἐλαιοφιλοφάγος
Headword (normalized):
ἐλαιοφιλοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοφιλοφαγος
IDX:
28345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28346
Key:

Data

{'content': 'fond of eating olives'}