Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
ἐλαιουργία
ἐλαιούργιον
ἐλαιουργός
Ἐλαιοῦσσα
ἐλαιοφανής
ἐλαιοφιλοφάγος
View word page
ἐλαιοτρίβιον
oil-press

ShortDef

oil-press

Debugging

Headword:
ἐλαιοτρίβιον
Headword (normalized):
ἐλαιοτρίβιον
Headword (normalized/stripped):
ελαιοτριβιον
IDX:
28335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28336
Key:

Data

{'content': 'oil-press'}