Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
ἐλαιουργία
ἐλαιούργιον
ἐλαιουργός
View word page
ἐλαιοσπάραγος
olive-shoots

ShortDef

olive-shoots

Debugging

Headword:
ἐλαιοσπάραγος
Headword (normalized):
ἐλαιοσπάραγος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοσπαραγος
IDX:
28332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28333
Key:

Data

{'content': 'olive-shoots'}