Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
ἐλαιουργία
ἐλαιούργιον
View word page
ἔλαιος
the wild olive
ShortDef
the wild olive
Debugging
Headword:
ἔλαιος
Headword (normalized):
ἔλαιος
Headword (normalized/stripped):
ελαιος
IDX:
28331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28332
Key:
Data
{'content': 'the wild olive'}