Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
ἐλαιότρυγον
ἐλαιουργέω
View word page
ἐλαιοπώλης
an oil-merchant
ShortDef
an oil-merchant
Debugging
Headword:
ἐλαιοπώλης
Headword (normalized):
ἐλαιοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ελαιοπωλης
IDX:
28329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28330
Key:
Data
{'content': 'an oil-merchant'}