Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
ἐλαιοτροπικός
ἐλαιοτρόπιον
View word page
ἐλαιοπράτης
oil-dealer
ShortDef
oil-dealer
Debugging
Headword:
ἐλαιοπράτης
Headword (normalized):
ἐλαιοπράτης
Headword (normalized/stripped):
ελαιοπρατης
IDX:
28327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28328
Key:
Data
{'content': 'oil-dealer'}