Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
ἐλαιοστάφυλος
ἐλαιοτρίβιον
View word page
ἐλαιοπλήθης
full of oil
ShortDef
full of oil
Debugging
Headword:
ἐλαιοπλήθης
Headword (normalized):
ἐλαιοπλήθης
Headword (normalized/stripped):
ελαιοπληθης
IDX:
28325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28326
Key:
Data
{'content': 'full of oil'}