Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
ἐλαιοσπάραγος
ἐλαιόσπονδα
View word page
ἐλαιοπάροχος
purveyor of oil

ShortDef

purveyor of oil

Debugging

Headword:
ἐλαιοπάροχος
Headword (normalized):
ἐλαιοπάροχος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοπαροχος
IDX:
28323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28324
Key:

Data

{'content': 'purveyor of oil'}