Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἔλαιος
View word page
ἐλαιομετρέω
provide oil for

ShortDef

provide oil for

Debugging

Headword:
ἐλαιομετρέω
Headword (normalized):
ἐλαιομετρέω
Headword (normalized/stripped):
ελαιομετρεω
IDX:
28321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28322
Key:

Data

{'content': 'provide oil for'}