Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
View word page
ἐλαιόμελι
sweet gum from the olive-tree

ShortDef

sweet gum from the olive-tree

Debugging

Headword:
ἐλαιόμελι
Headword (normalized):
ἐλαιόμελι
Headword (normalized/stripped):
ελαιομελι
IDX:
28320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28321
Key:

Data

{'content': 'sweet gum from the olive-tree'}