Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
View word page
ἐλαιολογέω
pick olives

ShortDef

pick olives

Debugging

Headword:
ἐλαιολογέω
Headword (normalized):
ἐλαιολογέω
Headword (normalized/stripped):
ελαιολογεω
IDX:
28318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28319
Key:

Data

{'content': 'pick olives'}