Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
View word page
ἐλαιοκόνιον
malta

ShortDef

malta

Debugging

Headword:
ἐλαιοκόνιον
Headword (normalized):
ἐλαιοκόνιον
Headword (normalized/stripped):
ελαιοκονιον
IDX:
28317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28318
Key:

Data

{'content': 'malta'}