Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐλαιόγαρον
ἐλαιοδόκος
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
View word page
ἐλαιοκομικός
belonging to ἐλαιοκομία

ShortDef

belonging to ἐλαιοκομία

Debugging

Headword:
ἐλαιοκομικός
Headword (normalized):
ἐλαιοκομικός
Headword (normalized/stripped):
ελαιοκομικος
IDX:
28313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28314
Key:

Data

{'content': 'belonging to ἐλαιοκομία'}